Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εφοδιασμός  
ουσιαστικό αρσενικό

fornitu`ra ~f~, rifornime`nto ~m~, approvvigioname`nto ~m~ εφοδιασμός όπλων == rifornimento di armi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εφοδιασμένος εφοδιαστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---