GrecoItaliano


εφημεριδοπώλης  
ουσιαστικό αρσενικό

giornala`io ~m~ πλανόδιος εφημεριδοπώλης == strillone

εφημεριδοπώλισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [εφημεριδοπώλης ^-η, ο^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:EFHMERIDOPWLHS100}}
---CACHE---