Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεφημεριδοπώλης
ουσιαστικό αρσενικό giornala`io ~m~ πλανόδιος εφημεριδοπώλης == strillone εφημεριδοπώλισσα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [εφημεριδοπώλης ^-η, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |