Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεφημερεύω
ρήμα αμετάβατο e`ssere di turno / servi`zio / gua`rdia το φαρμακείο μας εφημερεύει την επόμενη Κυριακή == la nostra farmacia è di turno domenica prossima permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |