Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεφιάλτης
ουσιαστικό αρσενικό i`ncubo ((anche in senso figurato)) αυτό τo διαγώνισμα μoυ έχει γίνει εφιάλτης == quest'esame è diventato un vero e proprio incubo per me permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |