Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εφίδρωση  
ουσιαστικό θηλυκό

sudorazio`ne ~f~, traspirazio`ne ~f~, perspirazio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εφιδρώνω εφιδρωτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---