Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπίορκος
επίθετο che vie`ne meno al giurame`nto fatto, spergiu`ro επίορκος ουσιαστικό αρσενικό chi manca al giurame`nto fatto, spergiurato`re, spergiu`ro εφίορκος επίθετο variante di [επίορκος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |