Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επίπεδο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 geometria pia`no ~m~ κεκλιμένο επίπεδο == piano inclinato
2 ((figurato)) live`llo ~m~ υψηλό πολιτιστικό επίπεδο == alto livello culturale | βιοτικό επίπεδο == livello, tenore di vita | κατεβαίνω στο επίπεδο κάπoιoυ == abbassarsi al livello di qualcuno | τα αστεία του είναι πολύ χαμηλoύ επιπέδου == le sue battute sono di bassissimo livello

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιπάσσω επιπεδόκοιλος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το βιοτικό επίπεδο = tenore [αρσ.] di vita


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---