Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιπλέω
ρήμα αμετάβατο 1 galleggia`re, stare a galla / a fior d' a`cqua 2 ((figurato)) sopravvi`vere, rimane`re a galla, salva`rsi επέπλευσε του κραχ == è sopravvissuto al crac permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |