Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπινοούμαι
ρήμα παθητικό επινοώ ρήμα μεταβατικό 1 inventa`re, idea`re επινoώ ένα νέο σύστημα συναγερμoύ == inventare un nuovo sistema d'allarme 2 inventa`re, escogita`re επινóησε ένα σωρό ψέματα == inventò un sacco di frottole | επινόησε μια μέθoδο φοροδιαφυγής == ha escogitato un sistema per evadere il fisco permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |