Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εφήμη  
ουσιαστικό θηλυκό

((letterario)) applica`to εφηρμoσμένη έρευνα == ricerca applicata | εφηρμoσμένη γλωσσολογία == linguistica applicata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εφήμερος εφησυχάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---