Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέφηβη
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [έφηβος ^-ου, ο^] Έφηβοι ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός raga`zzi ~mp~ fra i tre`dici e i dicianno`ve anni έφηβος επίθετο 1 storia e`febo 2 adolescente έφηβος ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό 1 adolesce`nte ~mf~ 2 e`febo ~m~ 3 giovane`tto ~m~ 4 raga`zzo ~m~ 5 teen-ager ~mf~ /τινέτζερ/ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |