Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διασπώ  
ρήμα μεταβατικό

sci`ndere; disgrega`re διασπώ τη συνοχή μιας ομάδας==disintegrare l'unità di un gruppo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διασπορά διασπώμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---