Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διασπαστής  
ουσιαστικό αρσενικό

disgregato`re ~m~

διασπάστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [διασπαστής ^-ής, ο^]
2 disgregatrice ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διασπασμένος διασπαστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---