Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιάσπαση
ουσιαστικό θηλυκό 1 fisica disintegrazio`ne ~f~; scissio`ne ~f~ η διάσπαση του ατόμου==la disintegrazione atomica 2 ((figurato)) disgregazio`ne ~f~; scissio`ne ~f~ διάσπαση κόμματος==disgregazione, scissione di un partito permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |