Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διασπείρομαι
ρήμα παθητικό

1 diffo`ndersi
2 divulga`rsi
3 propaga`rsi

διασπείρω  
ρήμα μεταβατικό

1 dissemina`re; sparpaglia`re
2 ((figurato)) diffo`ndere; spa`rgere διασπείρω ζιζάνια==seminare zizzania | διασπείρω τη διχόνοια==spargere il seme della discordia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διασπάστρια διασπορά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---