Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαρροή
ουσιαστικό θηλυκό 1 αερίου fuga ~f~ διαρροή αερίου==fuga di gas 2 liquidi pe`rdita ~f~ 3 ((figurato)) notizie il trapelare; fuga ~f~ διαρροή πληροφοριών==fuga di notizie | διαρροή κεφαλαίων==fuga dei capitali 4 ((figurato)) pe`rdita ~f~ διαρροή ψήφων==perdita di voti permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαauto ο σωλήνας διαρροής = αυτοκίνητο tubo [θηλ.] di scappamento Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |