Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαρρηγνύομαι
ρήμα παθητικό

ro`mpere

διαρρηγνύω  
ρήμα μεταβατικό

1 sca`ssinare διέρρηξαν το χρηματοκιβώτιο==hanno scassinato la cassaforte
2 ((figurato)) ro`mpere διαρρηγνύω έναν αρραβώνα==rompere un fidanzamento | διαρρηγνύω μια σχέση==rompere un rapporto+++διαρρηγνύω τα ιμάτιά μου==protestare con indignazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαρρέω διαρρήκτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---