Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιασάλευση
ουσιαστικό θηλυκό agitazio`ne ~f~; turbame`nto ~m~ τον συνέλαβαν για διασάλευση της δημόσιας τάξης==lo hanno arrestato per turbamento dell'ordine pubblico permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |