Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαρρύθμιση
ουσιαστικό θηλυκό sistemazio`ne ~f~; disposizio`ne ~f~ αυτό το διαμέρισμα έχει καλή διαρρύθμιση==la disposizione degli ambienti in questa appartamento è funzionale | αλλάζω τη διαρρύθμιση των επίπλων==cambiare la sistemazione dei mobili permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |