Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διασαφήνιση  
ουσιαστικό θηλυκό

chiarimento ~m~; delucidazione ~m~

διασαφήνισις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [διασαφήνιση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διασαφηνίζω διασαφηνισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---