Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαρρέω
ρήμα μεταβατικό sco`rrere attrave`rso; attraversa`re (scorre`ndo) ο Πάμισος διαρρέει την πεδιάδα της Μεσσηνίας==il fiume Pamiso attraversa la pianura della Messenia διαρρέω ρήμα αμετάβατο 1 colare από τη στέγη διαρρέει νερό==cola acqua dal tetto 2 ((figurato)) trapelare η είδηση διέρρευσε==la notizia è trapelata 3 ((figurato)) trascorrere έκτοτε διέρρευσε πολύς χρόνος==sono trascorsi molti anni da allora permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |