Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διάρρηξη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 κλοπή fu`rto con sca`sso
2 ((figurato)) rottu`ra διάρρηξη συμβολαίου==rottura di contratto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαρρήκτης διαρρήχνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---