Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δέσιμο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 legatu`ra ~f~ το δέσιμο της γραβάτας==il fare il nodo della cravatta
2 βιβλία rilegatu`ra ~f~ δέσιμο βιβλίου==rilegatura di un libro
3 gioielli montatu`ra ~f~; incastonatu`ra ~f~ το δέσιμο κοσμήματος==la montatura di un gioiello
4 macchina monta`ggio ~m~ το δέσιμο μηχανήματος==il montaggio di un macchinario
5 l'addensa`rsi, il farsi denso το δέσιμο της μαρμελάδας πέτυχε ==la marmellata è venuta (ben) densa
6 frutto maturazio`ne ~f~ το δέσιμο καρπού==la maturazione di un frutto+++τρελός για δέσιμο==è matto da legare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δέση δεσιμότητα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο τρελός γιά δέσιμο = pazzo [αρσ.] da legare


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---