Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δέρνω  
ρήμα μεταβατικό

1 picchia`re; dare botte κάτσε φρόνιμα, γιατί θα σε δείρω==sta' buono, altrimenti ti picchioκάτσε φρόνιμα, γιατί θα σε δείρω==sta' buono, altrimenti ti picchio
2 popolare monta`re; sba`ttere δέρνω τα ασπράδια==montare a neve gli albumi
3 ταλαιπωρώ tormenta`re; affli`ggere τους δέρνει η πείνα==sono tormentati dalla fame | με δέρνει η φτώχεια==vivere in assoluta povertà

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δερμοσυφιλοπάθεια δέσε!  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---