Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βυζανιάρικο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 latta`nte ~m~; poppa`nte ~m~
2 ((ironico)) poppa`nte ~m~; gio`vane ~m~ inespe`rto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βυζαίνω Βυζαντινή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---