Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Βυζαντινή
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [βυζαντινός ^-ού, ο^]
2 storia bizanti`na ~f~

βυζαντινός  
επίθετο

storia bizanti`no βυζαντινή αυτοκρατορία==impero bizantino

βυζαντινός
ουσιαστικό αρσενικό

storia bizanti`no ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βυζανιάρικο βυζαντινισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---