Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβυθίζομαι
ρήμα παθητικό 1 anda`re a fondo, a picco; affonda`re; somme`rgersi το καράβι βυθίστηκε αύτανδρο==la nave è affondata con tutte le persone a bordo 2 ((figurato)) sprofonda`re; sprofonda`rsi; imme`rgersi βυθίστηκε στον ύπνο==è sprofondato nel sonno | βυθίζομαι στις σκέψεις μου==immergersi nei propri pensieri | ο ήλιος βυθίστηκε στον ορίζοντα==il sole è calato all'orizzonte | η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι==la città è immersa nel buio βυθίζω ρήμα μεταβατικό 1 affonda`re; somme`rgere; manda`re a fondo, a picco βύθισαν τρία εχθρικά πλοία==hanno affondato tre navi nemiche | πελώρια κύματα βύθισαν τη βάρκα==enormi ondate sommersero la barca 2 imme`rgere; tuffa`re βυθίζω το κεφάλι μου στο νερό==immergere la testa nell'acqua 3 conficca`re; ficca`re; affonda`re της βύθισε το μαχαίρι στην καρδιά==le conficcò la lama nel cuore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |