Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβυθομέτρηση
ουσιαστικό θηλυκό marineria lo scandaglia`re ~m~; scandagliame`nto ~m~; scanda`glio ~m~ βυθομέτρησις ουσιαστικό θηλυκό forma letteraria di [βυθομέτρηση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |