Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βύσμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 medicina tampo`ne ~m~ (emostatico o antisettico)
2 elettricità spina ~f~ (del centralino)
3 ((figurato)) ((gergale)) appo`ggio ~m~; protetto`re ~m~ είχε γερό βύσμα και πήρε την προαγωγή==ha ottenuto la promozione perché aveva dei forti appoggi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βύρσωμα βυσσινάδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---