Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βύσσινο  
ουσιαστικό ουδέτερο

botanica amare`na ~f~; vi`sciola ~f~ +++να λείπει το βύσσινο!==(ironico) ooh, grazie!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βυσσινιά βυσσοδομώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---