Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βυσσινάδα  
ουσιαστικό θηλυκό

visciola`ta ~f~; sciro`ppo ~m~, bi`bita ~f~ di vi`sciole, di amare`na

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βύσμα βυσσινής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---