Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβωμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 storia ara ~f~ αγωνίζομαι υπέρ βωμών και εστιών==combattere in difesa dell'altare e dei Lari domestici 2 religione alta`re ~m~ 3 ((figurato)) alta`re ~m~ θυσιάστηκε στο βωμό της ελευθερίας==ha dato la sua vita per la causa della libertà permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |