Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βρώση  
ουσιαστικό θηλυκό

il mangia`re; l'ingeri`re

βρώσις
ουσιαστικό θηλυκό

forma letteraria di [βρώση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βρωμώ βρώσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---