Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βυζαίνω  
ρήμα μεταβατικό

1 allatta`re; dare il latte βυζαίνω μωρό==allattare un bambino
2 ((figurato)) spre`mere; mu`ngere; sfrutta`re αφού τον βύζανε καλά καλά, τον παράτησε==dopo che l'ha spremuto, munto per bene, l'ha piantato

βυζαίνω
ρήμα αμετάβατο

poppa`re; succhia`re βυζαίνω το δάχτυλό μου==succhiarsi il dito | το μωρό βυζαίνει ανόρεχτα==il bambino poppa svogliatamente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βυζαγμένος βυζανιάρικο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---