Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυτάρκεια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 autosufficie`nza ~f~
2 economia autarchia ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυτάρεσκος αυτάρκης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---