Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυταρχικός  
επίθετο

autorita`rio; dispo`tico αυταρχικό κράτος==stato autoritario | αυταρχικό καθεστώς==regime autoritario | αυταρχικός τόνος==tono autoritario | αυταρχικός διευθυντής==direttore dispotico

αυταρχικότατος
επίθετο

superlativo di [αυταρχικός]

αυταρχικώτατος
επίθετο

superlativo di [αυταρχικός]

αυταρχικότερος
επίθετο

comparativo di [αυταρχικός]

αυταρχικώτερος
επίθετο

comparativo di [αυταρχικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυταρχικά αυταρχικότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---