Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυταρχικότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

imperiosità ~f~; comportame`nto ~m~ autorita`rio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυταρχικώτερος αυταρχισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---