Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυτέλεγχος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αυτοέλεγχος]

αυτοέλεγχος  
ουσιαστικό αρσενικό

autocontro`llo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυτελέγχομαι αυτεμβόλιο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---