Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυτοδιοίκηση  
ουσιαστικό θηλυκό

autonomi`a ~f~ amministrati`va τοπική αυτοδιοίκηση==amministrazione locale || le autorità locali

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυτοδικώ αυτοδιοικούμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---