Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαυτεπίγνωση
ουσιαστικό θηλυκό autocoscie`nza ~f~ αυτοεπίγνωση ουσιαστικό θηλυκό variante di [αυτεπίγνωση] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |