Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυτί
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [αφτί ^-ού, το^]

αφτί  
ουσιαστικό ουδέτερο

ore`cchio ~m~ ο δάσκαλος του τράβηξε τ' αφτί==il maestro gli tirò l'orecchio | βουίζουν τ' αφτιά μου==mi fischiano le orecchie | μου ψιθύρισε κάτι στ' αφτί==mi ha sussurrato qualcosa in un orecchio | μου είπε κάτι στ' αφτί==mi ha detto qualcosa all'orecchio | μεγάλα και πεταχτά αφτιά==orecchi a sventola | έχει μουσικό αφτί==ha orecchio per la musica | δεν έχει (μουσικό) αφτί==non ha orecchio, è stonato | κάτι πήρε τ' αφτί μου==mi è giunto qualcosa all'orecchio | στήνω αφτί==tendere l'orecchio | τραβώ το αφτί κάποιου==tirare le orecchie a qualcuno, dare una tirata d'orecchi a qualcuno | γελούσαν και τ' αφτιά του==un sorriso che gli arrivava fino alle orecchie | από το ένα αφτί τού μπαίνει κι από το άλλο τού βγαίνει==gli entra da un orecchio e gli esce dall'altro | είμαι όλος αφτιά==sono tutt'orecchi | μου 'φαγε τ' αφτιά==mi ha fatto una testa così | αυτή η μουσική μού πήρε τ' αφτιά==questa musica mi ha intronato, straziato le orecchie | από το στόμα σου και στου Θεού τ' αφτί!==che Dio ascolti le tue parole! | δεν ιδρώνει τ' αφτί του==non dà retta, non presta orecchio | δεν πίστευε στ' αφτιά του==non credeva alle sue orecchie | μου μπήκαν ψύλλοι στ' αφτιά==mi sono venuti dei sospetti, mi hanno messo una pulce nell'orecchio | και οι τοίχοι έχουν αφτιά==anche i muri hanno orecchi | είναι περήφανος στ' αφτιά==è duro d'orecchio | αν έφτανε ως τ' αφτιά του…==se arrivasse alle sue orecchie…, se venisse a saperlo…

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυτήν αυτισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---