Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαυτό
ουσιαστικό ουδέτερο 1 esso 2 gli 3 lo αυτο– πρόθεμα [primo elemento di composti nei quali significa:] a`uto–, da sé, di sé stesso permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαΤι δουλειά έχω εγώ μ' αυτό; = che c'entro io con ciò? Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |