Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαυτανάφλεξη
ουσιαστικό θηλυκό autocombustio`ne ~f~ αυτοανάφλεξη ουσιαστικό θηλυκό variante di [αυτανάφλεξη] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |