Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυταρέσκεια  
ουσιαστικό θηλυκό

autocompiacime`nto ~m~; compiace`nza ~f~ di sè

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυτάρα αυτάρεσκος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---