Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυταπόδεικτος  
επίθετο

apodi`ttico; irrefuta`bile; evide`nte di per sé

αυταπόδειχτος
επίθετο

variante di [αυταπόδεικτος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυταπατώμαι αυταποδείκτως  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---