Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυτεξόριστος
επίθετο

variante di [αυτοεξόριστος]

αυτοεξόριστος  
επίθετο

in esi`lio volonta`rio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυτενοφθαλμισμός αυτεξούσιο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---