Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαυστηρός
επίθετο 1 auste`ro; ri`gido; rigoro`so; seve`ro αυστηρός καθηγητής==professore severo | αυστηρή τιμωρία==punizione severa | αυστηρή πειθαρχία==disciplina rigida 2 auste`ro; so`brio η αυστηρή ομορφιά τον δωρικού ρυθμού==l'austera bellezza dell' ordine dorico 3 ακριβής esa`tto; preci`so με την αυστηρή έννοια της λέξης==nel senso stretto della parola 4 auste`ro; pro`bo; one`sto; se`rio αυστηρά ήθη==costumi probi αυστηρότατος επίθετο superlativo di [αυστηρός] αυστηρότερος επίθετο comparativo di [αυστηρός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |