Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΑυστραλέζα
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [Αυστραλέζος ^-ου, ο^] 2 australia`na ~f~; abita`nte ~f~ dell'Austra`lia Αυστραλέζος ουσιαστικό αρσενικό australia`no ~m~; abita`nte ~m~ dell'Austra`lia Αυστραλή ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Αυστραλός ^-ού, ο^] Αυστραλός ουσιαστικό αρσενικό variante di [Αυστραλέζος ^-ου, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |