Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
Αυστρία
κύριο όνομα θηλυκό
a`ustria ~f~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< Αυστραλός
Αυστριακή >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Αυστραλέζος
[ουσ αρσ ]
Αυστραλή
[θηλ.ουσ]
Αυστραλία, (raro) Αυστράλια
[κύρ.όν. θηλ.]
αυστραλιάνος
[επίθ.]
Αυστραλός
[ουσ αρσ ]
Αυστρία
[κύρ.όν. θηλ.]
Αυστριακή
[θηλ.ουσ]
Αυστριακιά
[θηλ.ουσ]
αυστριακός
[επίθ.]
Αυστριακός
[ουσ αρσ ]
αυστροουγγρικός
[επίθ.]
αυτά
[αντων.]
αυταδερφή
[θηλ.ουσ]
αυτάδης
[επίθ.]
αυτανάλυση
[θηλ.ουσ]
αυτανάφλεξη
{-ης κ. -έ...
αύτανδρος
[επίθ.]
αυταπάρνηση
{-ης κ. -ή...
αυταπάτη
{αυταπατών...
αυταπατώμαι
{-άσαι...}...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis