Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΑυστριακή
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [Αυστριακός ^-ού, ο^] 2 austri`aca ~f~; abitante ~f~ dell'a`ustria Αυστριακιά ουσιαστικό θηλυκό variante di [Αυστριακή ^-ής, η^] αυστριακός επίθετο austri`aco; dell'a`ustria Αυστριακός ουσιαστικό αρσενικό austri`aco ~m~; abitante ~m~ dell'a`ustria permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |